Τη Νεράιδα την ανοίξαμε το καλοκαίρι του 2006. Είχε προηγηθεί ένας βαρύς κρύος χειμώνας, από τον οποίο θυμάμαι τα ξενύχτια στο μαγαζί που είχαμε μετατρέψει σε γιαπί προκειμένου να το ανακαινίσουμε. Με το μέτρο και το μπλοκάκι στα χέρια, ντυμένοι με βαριά πανωφόρια και σκουφιά στο κεφάλι, για να αντιμετωπίσουμε τον παγωμένο αέρα που έμπαινε από τα ανοίγματα που κάποτε ήταν πόρτες και παράθυρα, προσπαθούσαμε να φανταστούμε και να σχεδιάσουμε το μαγαζί μας.
Κάθε τόσο πλησιάζαμε μια μαντεμένια ξυλόσομπα, που έκαιγε με το μπουρί της να βγαίνει χύμα από το άνοιγμα του παράθυρου και χρειαζόταν σχεδόν να την ακουμπήσουμε για να νιώσουμε λίγη ζεστασιά.
Το πρώτο αντικείμενο που αγοράσαμε ,πριν βρούμε λύση με το τι θα κάνουμε με την κουζίνα και τα άλλα βασικά, ήταν το τζουκ μποξ.
Μεγάλο άχτι το είχαμε να βρούμε ένα σαν αυτό που υπήρχε παλιότερα στο μαγαζί και διαλύθηκε όταν πέρασε η μόδα του, για να χρησιμοποιηθεί το μοτέρ του σε μια αντλία σεντίνας σε ψαρόβαρκα.
Ένα ίδιο έπαιζε και στην ταβέρνα στο Μαραθώνα, στην ταινία η κόρη μου η σοσιαλίστρια. AMI I 200 « TWO HUNDRED SELECTIONS » όπως γράφει με μεγάλα γράμματα στην εμπρός πλευρά διαφημίζοντας τις εξωφρενικές για την εποχή δυνατότητες του. Το όνειρο μας απέκτησε σάουντρακ. Δεν θέλω πια να ξαναρθείς, Περασμένες μου αγάπες, πηρα απ το χερι σου νερο, Δραπετσώνα, Μην τα φυλάς τα ματιά μου…
Ο ζεστός λαμπάτος ήχος του γέμιζε το χώρο, σερνόταν στο μωσαϊκό, ανέβαινε στους τοίχους με τις λαδομπογιές και ζωντάνευε τις παλιές φωτογραφίες, έβγαινε από τα σιδερένια μεγάλα ανοιχτά πορτοπαράθυρα στην τσιμεντένια αυλή και στα ασβεστωμένα ματζιπέτια και τα δαμάκια, έδινε ελαφριά κίνηση στις πολύχρωμες νεροκολοκύθες που κρέμονταν από την κληματαριά, χάιδευε την ορτανσία, τη βεγόνια και τους κατιφέδες και ζωήρευε το χρώμα τους, το αγιόκλημα, το γιασεμί, το μόσχο, τα βασιλικά και την αρμπαρόριζα και ανέδιδε τις μυρωδιές τους και τις έσμιγε με αυτές που ξεχύνονταν από την κουζίνα ,σκαρφάλωνε στον αιωνόβιο πλάτανο που αγκαλιάζει το κτήριο και έμπλεκε με τις φωνές των τζιτζικιών.
Το μαγαζί μας ήταν έτοιμο και ήταν Χιώτης, ήταν Ζαμπέτας και Θεοδωράκης, και γι αυτό ήταν sixties και seventies και συνάμα διαχρονικό.
Με τον Αντώνη πριν γίνουμε συνέταιροι στη Νεράιδα έχουμε περάσει από όλες τις πιθανές μορφές συνεργασίας. Έχουμε δουλέψει μαζί στο μπαρ το Ερείπιο για πολλά χρόνια, δηλαδή σε δουλειά τρίτου, ο Αντώνης δούλευε στην καντίνα στο Σίμο που ήταν δική μου δουλειά, και τον θυμάμαι από όταν πιτσιρικάς μας σερβίριζε στην Νεράιδα που τότε είχε ο θειός του ο Αντώνης.
Πολλά τα χρόνια και όπως σε όλες τις μακροχρόνιες σχέσεις ,κατά καιρούς έχουμε τις γκρίνιες μας και βέβαια η σχέση μας έχει περάσει και κρίσεις.
Η σημαντικότερη νομίζω ήταν όταν εν έτη 1995, παραμονές δεκαπενταύγουστου στην καντίνα, ερωτεύτηκε πάνω στο χαμό και έφυγε και με εγκατέλειψε.
Επανόρθωσε όμως μετά από μερικά χρόνια όταν βοήθησε να ξαναφτιάξουμε την καντίνα που είχε καταστραφεί ολοσχερώς από φωτιά το καλοκαίρι του 2000 και μαζί δουλέψαμε μέχρι που κλείσαμε οριστικά το 2005.
Με τον Αντώνη μοιραζόμαστε την αγάπη για το καλό φαγητό, τον τόπο ,την ιστορία και τα προϊόντα του. Αγάπη που έχει ρίζες στα παιδικά μας χρόνια. Μεγαλώσαμε στα μπακάλικα των πατεράδων μας , ανάμεσα στα βαρέλια με τα λαδωτήρια και τα τουλουμοτύρια , παίζαμε με την πλάστιγγα που ζύγιζαν τις ελιές, τα κρεμμύδια και τα χαρούπια και οι μανάδες μας ήταν κατά γενική ομολογία εξαιρετικές μαγείρισσες.
Στον Άγιο Νικόλα λέγανε ότι άμα στο σπιτικό του Σπύρου δεν τρώγανε τόσο καλά και τόσο πολύ ,θα είχε κάνει περιουσία. Το ίδιο λέγανε και για τον πατέρα μου στην Καστανιά αλλά λίγο πιο άκομψα.
Ακόμα και τώρα μπορούμε να μιλάμε με τις ώρες για το περβόλι που είχε ο μπάρμπα Σπύρος στον Άγιο Στέφανο και ο πατέρας μου στην Πλατάνα και την αλησμόνητη γεύση από τις ροζ λεπτόφλουδες με σκασίματα μεγάλες ντομάτες.
Εκτός από την ενασχόληση με τα χωράφια, ο πατέρας μου έκανε και το χασάπη και τον τσαμπάση, ενώ ο μπάρμπα Σπύρος μαγείρευε στους γάμους και στα πανηγύρια ,έκανε και λίγο το μελισσοκόμο για τις ανάγκες του σπιτιού και ψάρευε. Έτσι μάλλον εξηγείται και η έφεση που έχει ο Αντώνης στα ψαρομαγειρέματα.
Κάθε φορά που ετοιμάζουμε κάποια καινούργια δραστηριότητα, η λογίστρια μας που είναι χρόνια στο κουρμπέτι και έχουν δει πολλά τα μάτια της, προσπαθεί διακριτικά να διασφαλίσει και τους δυο μας στην περίπτωση που τα σπάσουμε, κάτι που κατά τη γνώμη της είναι και ο κανόνας στις επαγγελματικές συνεργασίες αυτού του τύπου. Αν είναι έτσι για την ώρα μάλλον είμαστε η εξαίρεση που τον επιβεβαιώνει.
« Όπως συμβαίνει ακόμα σε πολλά νοικοκυριά της περιοχής μας, έτσι και στο μαγαζί μας φτιάχνουμε το ψωμί το λάδι και το κρασί μόνοι μας.
Το κρέας και ο κιμάς που χρησιμοποιούμε είναι φρέσκα και ντόπιας παραγωγής.
Από παραγωγούς του χωριού είναι και τα γαλακτοκομικά, κεφαλοτύρι, λαδoτύρι, μυζήθρα, το μέλι και πολλά λαχανικά.
Τέλος τα γλυκά μας, τα λικέρ, το γιαούρτι όταν βρίσκουμε φρέσκο γάλα, οι ελιές, οι πίτες και ο,τι άλλο προσφέρουμε είναι από τα χεράκια μας…
…και ήμαστε και ανύπαντροι! »
Αυτά γράφαμε στην πρώτη σελίδα, στα μπλε τετραδιάκια που ήταν γραμμένα και ζωγραφισμένα στο χέρι και έκαναν χρέη καταλόγου, πολλά χρόνια πριν έννοιες όπως, slow food, farm to table, και zero waste γίνουν μόδα και ανακαλύψουμε ότι οι τοπικές κουζίνες είναι μέρος της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς .
Από όσα περιγράφαμε τότε δεν έχουν αλλάξει και πολλά. Τα γλυκά και τα παγωτά μας, τα φτιάχνουμε εδώ και μερικά χρόνια στο ζαχαροπλαστείο μας στη Νεάπολη, που έγινε μετά από λαϊκή απαίτηση, αφού η ενασχόληση μας με αυτά είχε ξεπεράσει προ πολλού τα όρια και τις ανάγκες του εστιατορίου, και διαπνέετε από την ίδια φιλοσοφία και άποψη και βέβαια στο μεταξύ ο Αντώνης παντρεύτηκε.
Ωραιότερο γάμο δεν θυμάμαι. Το γλέντι ξεκίνησε μεσημέρι και αν μετά τα μεσάνυχτα δεν τύχαινε να κοπεί το ρεύμα ακόμα εκεί θα ήμασταν.
Από τότε πορευόμαστε με την πολύτιμη συνεισφορά της Ράντας που είναι χαρισματική και πολυτάλαντη, στη μαγειρική, στη ζαχαροπλαστική, και γενικά σε ότι καταπιάνεται. Συνεισφορά που και από πριν είχαμε, αλλά άμα ο προκομμένος συνέχιζε να αναβάλει για πολύ το γάμο, φοβάμαι ότι θα την είχαμε χάσει. Από τότε έχει και αναβάλει τον αντίγαμο που μας έχει τάξει.
Μια εικοσαετία μετά από την πετριά που φάγαμε και ακόμα μας πηγαίνει, θα έλεγα μεταξύ αστείου και σοβαρού, ότι αν εξαιρέσεις το οικονομικό δεν τα πήγαμε και άσχημα.
Η Νεράιδα αγαπήθηκε από ντόπιους και ξένους και έγινε προορισμός. Υπάρχουν άνθρωποι που αλλάζουν το πρόγραμμα των διακοπών τους για να φάνε στο εστιατόριο και τα τελευταία χρόνια και για να περάσουν για παγωτό και γλυκό από το ζαχαροπλαστείο. Μαγειρέματα, φαγοπότια, τραπεζώματα, στενοχώριες, αγωνίες, χαρές, γλέντια, πανηγύρια, γιορτές. Όλα αυτά τα χρόνια, εκτός το φαγητό, στο μαγαζί έχουν παίξει εξαιρετικοί μουσικοί που έχουν δώσει δυνατές συγκινήσεις και σε πολλούς ανθρώπους κάναμε μεγάλη κάποια μικρή στιγμή, όπως λέει ο αγαπημένος μου τραγουδοποιός.
Σε άχρωμους ετοιματζίδικους καιρούς, επιμένουμε με χειροποίητες γεύσεις να φτιάχνουμε αναμνήσεις, να έχει να επιστρέφει αργότερα ο μικρός Σπύρος, όταν στο μέλλον θα προσπαθούν να τον πείσουν, ότι μαγειρεύω σημαίνει αναμιγνύω σκόνες που προέρχονται από έντομα στην καλύτερη περίπτωση, όπως σχεδιάζουν κάποιοι.
Γιατί η λέξη νόστιμο προέρχεται από το νόστο, όπως και η λέξη νοσταλγία και βέβαια πατρίδα του καθενός είναι η παιδική του ηλικία.